- οπισθενέργεια
- ηενέργεια που ισχύει και για το παρελθόν, αναδρομική ισχύς, αναδρομικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί απόδοση τού ιταλ. retroattivita. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.